GAINSBOURG – Δελτίο Τύπου

Θέλεις να σου γράψω ένα βρώμικο τραγούδι;

Η ταινία που μάγεψε το κοινό της Γαλλίας, αποτυπώνοντας στην οθόνη την πιο προκλητική και γοητευτική προσωπικότητα του σύγχρονου πολιτισμού της, θ’ αποτελέσει την Επίσημη Πρεμιέρα του 11ου Διεθνούς Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2010 και θα βγει στους κινηματογράφους στις 22 Απριλίου από την εταιρεία κινηματογραφικής διανομής Filmopolis.

Ενσωματώνοντας τα καλύτερα στοιχεία από τις ταινίες «Ζωή σαν Τριαντάφυλλο» και «Αμελί», η ταινία «Gainsbourg» του Ζοάν Σφαρ αποτελεί μια πρωτότυπη προσέγγιση της προσωπικότητας μιας από τις σπουδαιότερες ανατρεπτικές φιγούρες του γαλλικού πολιτισμού: του διάσημου και κακόφημου Σερζ Γκενσμπούργκ (Ερίκ Ελμοσνινό), με την υπογραφή ενός από τους πιο δημοφιλείς εκπροσώπους των γραφικών τεχνών στην εποχή μας και της ομάδας που δημιούργησε το μαγικό κόσμο του «Λαβύρινθου του Πάνα».

Συντελεστές

Παραγωγή Μαρκ ντι Πονταβιτσέ, Ντιντιέ Λιπφέρ

Σκηνοθεσία – Σενάριο Ζοάν Σφαρ

Φωτογραφία Γκιγιόμ Σίφμαν

Μοντάζ Μαριλίν Μοντιέ

Μουσική Ολιβιέ Νταβιό

Ηχος Ντανιέλ Σομπρινό

Σκηνικά Κριστιάν Μαρτί

Κοστούμια Πασκαλίν Σαβάν

Πρωταγωνιστούν Ερίκ Ελμοσνινό, Λούσι Γκόρντον, Λετίσια Κάστα, Νταγκ Τζόουνς, Αννα Μουγκλαλίς, Μιλέν Ζαμπανουά, Σάρα Φορεστιέ, Γιολάντ Μορό

Διάρκεια 130’

Διανομή Filmopolis

www.gainsbourg-lefilm.com, www.gainsbourgfilm.com

Σύνοψη

Η ταινία διηγείται τη διασκεδαστική και απίστευτη ιστορία του θρύλου της μουσικής, Σερζ Γκενσμπούργκ και της διάσημης «Φάτσας» του. Ένα μικρό εβραιόπουλο τριγυρνά στο Παρίσι ανάμεσα στα πόδια του Γερμανού κατακτητή. Αργότερα, ένας νεαρός, συνεσταλμένος ποιητής (Ερίκ Ελμοσνινό) εγκαταλείπει τους πίνακες και το δωμάτιό του κάτω από τις γραφικές στέγες της πόλης για να θαμπώσει τα πλήθη των κλαμπ στα Swinging Sixties. Μια ζωή στα όρια, όπου πλάσματα της φαντασίας του ήρωα παίρνουν μορφή στην οθόνη με ευρηματικό τρόπο και ο ανατρεπτικός χαρακτήρας του ζευγαρώνει με τα ερωτικά του σκάνδαλα που προκάλεσαν θραύση στη Γαλλία για δεκαετίες. Από αυτά τα στοιχεία γεννιέται ένα σπουδαίο έργο, με πρωταγωνιστή μια ιδιοφυία και πραγματικό επαναστάτη που κυριολεκτικά αναστατώνει ολόκληρο τον κόσμο μέχρι να κλείσει τα μάτια, το 1991, στα 62 του χρόνια. Η Λετίσια Κάστα κρατά το ρόλο της Μπριζίτ Μπαρντό, η Μιλέν Ζαμπανουά υποδύεται την τελευταία ερωμένη του Γκενσμπούργκ, την Μπαμπού, η Αννα Μουγκλαλίς μεταμορφώνεται στην τραγουδίστρια Ζουλιέτ Γκρεκό, που συνεργάστηκε με τον Γκενσμπούργκ για χρόνια.

Η Ιστορία

Μια φορά κι έναν καιρό, ένα μικρό αγόρι, ο Λουσιέν, περιδιάβαινε τους δρόμους του Παρισιού, επιδεικνύοντας περήφανα το μισητό κίτρινο αστέρι στο πέτο του. Βρισκόμαστε στο 1941. Όταν συναντά τα ναζιστικά στρατεύματα, το αγόρι με τους Ρωσσο-εβραίους γονείς και την παιχνιδιάρικη λάμψη στα μάτια τραγουδάει τη Μασσαλιώτισσα, παρότι δεν ξέρει καλά τα λόγια.

Κι ύστερα κάτι κάνει το μικρό Λουσιέν να σταματήσει – η αντισημιτική προπαγάνδα παρουσιάζει την καρικατούρα ενός Εβραίου. Εχει μια άσχημη φάτσα που του μοιάζει επικίνδυνα πολύ. Η φάτσα του είναι κολλημένη στους τοίχους ώστε όλοι να τη βλέπουν και να τη χλευάζουν.

Θέλει να το βάλει στα πόδια ή να σβήσει την γκροτέσκα φιγούρα, αλλά δεν το κάνει. Η καρικατούρα ξαφνικά ζωντανεύει, ξεπηδά από τον τοίχο κι αρχίζει να ακολουθεί το αγόρι. Από εκείνη τη στιγμή, η φάτσα δε θα τον εγκαταλείψει ποτέ. Θα γίνει η σκιά του, η κατάρα του, η έμπνευση και η συντροφιά του, το alter-ego του.

Αν και ακόμα δεν το ξέρει, ο μικρός Λουσιέν κάποια μέρα θα γίνει διάσημος ως Σερζ Γκενσμπούργκ.

Αυτή η ιστορία αφηγείται τη ζωή ενός ήρωα. Μιλά για ένα αγόρι που περιφέρεται στο Παρίσι της κατοχής εξαπολύοντας λέξεις σα να βάζει λουλούδια στην κάνη ενός όπλου.

Είναι μια ιστορία για την κατάκτηση. Ενας παθιασμένος εραστής, παρά την αντίξοη όψη του, καταφέρνει να προσελκύσει τη μυθική Μπριζίτ Μπαρντό (Λετίσια Κάστα) στο κρεβάτι του, ν’ αποπλανήσει την Τζέιν Μπίρκιν φορώντας εσώρουχο στα χρώματα της γαλλικής σημαίας, και να συνοδεύσει τη Ζουλιέτ Γκρεκό (Αννα Μουγκλαλίς) σ’ ένα βαλς που διαρκεί μέχρι το ξημέρωμα. Όλα αυτά τα γυναικεία είδωλα, ανεξαιρέτως, τραγουδούν τα παρανοϊκά ποιήματα που γράφει γι’ αυτές.

Είναι μια ιστορία για μονομαχίες. Η πιο επικίνδυνη απ’ όλες στρέφει τον Γκενσμπούργκ ενάντια στο alter-ego του, τη Φάτσα, έναν αποστεωμένο, πανούργο άνθρωπο / μαριονέτα που φθονεί τους έρωτες του Σερζ και του θυμίζει ξεχασμένες ταπεινώσεις κάθε στιγμή που πάει να γευτεί την ευτυχία. Η Φάτσα είναι ένας άθλιος γελωτοποιός, πανταχού παρών για να ενισχύει και να εμποδίζει τη δημιουργικότητά του, για να στοιχειώνει τις νύχτες του ποιητή / τραγουδιστή και ποτέ να μην του επιτρέπει να ησυχάσει.

Είναι μια ιστορία όπου ο Γκενσμπούργκ μεταμορφώνεται από άφραγκος ζωγράφος στο αστέρι της γαλλικής ποπ μουσικής σκηνής. Τα τραγούδια του ελέγχουν τα ινία της αφήγησης, ώστε μια στρουμπουλή σύζυγος να μετατρέπεται σε Hippopodame (Κυρία Ιπποπόταμου) και μια παθιασμένη βραδιά μοιχείας να ανάγεται σε παγκόσμια επιτυχία, με το «Je t’ aime, moi non plus» (Σ’ αγαπώ, Ούτε κι εγώ).

Για να μάθει, λοιπόν, κανείς, την ιστορία αυτού του άρχοντα της πρόκλησης, του πλανευτή των λέξεων και των γυναικών, του συνεσταλμένου αλλά αχόρταγου τυχοδιώκτη, πρέπει να εναλλάσσει την πρόζα με τους ελεύθερους στίχους και να βυθιστεί στο Παρίσι των Swinging Sixties για να γίνει κοινωνός μιας ιστορίας τόσο αυθάδικης, όσο και τα ρίσκα που οδήγησαν τον μικρό Λουσιέν στο να γίνει ο Σερζ Γκενσμπούργκ.

Σημείωμα των Παραγωγών

Πριν κάποιους μήνες, γνωρίσαμε έναν άντρα με τεράστιο ταλέντο, ίσως τον πιο ταλαντούχο και επιφανή δημιουργό κόμικς της γενιάς του: τον Ζοάν Σφαρ. Αλλά ο Ζοάν είναι πολύ παραπάνω από ένας κομίστας. Είναι ένας γεννημένος παραμυθάς, ένας εικαστικός καλλιτέχνης και προικισμένος μουσικός. Γι’ αυτό και πιστέψαμε τόσο πολύ στη μετάβασή του στον κινηματογράφο. Ανάμεσα στις τόσες κοινές μας καλλιτεχνικές επιρροές, ξεχωρίζει μία, για την οποία μοιραζόμαστε ένα πολύπλευρο πάθος – η ζωή και η μουσική του Σερζ Γκενσμπούργκ.

Αυτή η φιγούρα δεν είναι τόσο ο Γκενσμπούργκ ως προβοκάτορας, όσο ο Γκενσμπούργκ ως μουσικός, ως καλλιτέχνης – ίνδαλμα, ως δημιουργός, Πυγμαλίονας, πολυτάλαντος και, κυρίως, ο νεαρός Γκενσμπούργκ, τόσο παραγωγικός και τόσο λίγο γνωστός.

Η ταινία που θελήσαμε να κάνουμε είναι πολύ ευρύτερη από μια παραδοσιακή βιογραφία. Θελήσαμε να κάνουμε μια ζωντανή ταινία, σχεδόν εξπρεσιονιστική, το αντίθετο της ανάπλασης των γεγονότων. Θελήσαμε να παγιδεύσουμε την ψυχή της δημιουργικής φιλοδοξίας του Γκενσμπούργκ. Πιστεύουμε ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος να καταλάβει κανείς πραγματικά και να αναδείξει μια τόσο σύνθετη προσωπικότητα, η οποία διαρκώς προσαρμοζόταν και μεταλλασσόταν κι ένα μυαλό τόσο εικαστικό και μουσικό.

Ο Ζοάν θέλησε να κάνει μια ταινία που θα υπερβεί την απλοϊκή απεικόνιση του Γκενσμπούργκ από τα media και θα μας οδηγήσει σε μια πιο προσωπική και σύνθετη σκιαγράφηση. Όπως και ο Γκενσμπούργκ, έτσι και ο Ζοάν είναι ένας άνθρωπος των λέξεων, των εικόνων και της μουσικής. Γι’ αυτό πιστεύουμε με τόση σιγουριά ότι η ταινία θ’ αποτελέσει το ιδανικό πάντρεμα αυτών των δύο καλλιτεχνών και του έργου τους.

Μαρκ ντι Πονταβιτσέ & Ντιντιέ Λιπφέρ

Σημείωμα του Σκηνοθέτη

Κάποιοι καλλιτέχνες επιλέγουν έναν μέντορα από τη δική τους ειδικότητα. Εγώ όχι. Ο μέντοράς μου ήταν ανέκαθεν ο Γκενσμπούργκ. Κι επειδή δε θέλησα να τον προσβάλω με τις απέλπιδες προσπάθειές μου να τραγουδήσω, έγινα κομίστας.

Εφυγα από τη Νίκαια για το Παρίσι με μοναδικό στόχο να γνωρίσω τον Σερζ Γκενσμπούργκ. Πίστευα ότι αφού εγώ τον λάτρευα, θα με λάτρευε κι αυτός. Αρχικά ήθελα να κάνω ένα κόμικ βασισμένο στο μυθιστόρημά του, «Ευγένιος Σόκολοφ». Ένα μήνα μετά την άφιξή μου στο Παρίσι, ο Γκενσμπούργκ πέθανε.

Σπουδαίοι Εβραίο ζωγράφοι, λαϊκοί τραγουδιστές από την ανατολική Ευρώπη – όλα τα κόμικς μου με οδήγησαν, με κάποιον τρόπο, στον Γκενσμπούργκ. Η ταινία μου είναι πολύ πιστή στη ζωή του, αλλά δεν είναι βιογραφία. Εχει μια πραγματική αφήγηση. Το Παρίσι είναι ένας από τους ήρωες της ταινίας, όπως και το Λονδίνο. Ανακαλύπτουμε πολυάριθμες στέγες του underground καθώς ακολουθούμε τα βήματα του Γκενσμπούργκ.

Στην ταινία δεν υπάρχουν σκηνές πορνογραφίας, απρέπειας ή βωμολοχίας, αλλά υπάρχουν πολλοί ευάλωτοι ήρωες που μοιάζουν να επικοινωνούν κυρίως οριζόντια στο κρεβάτι. Δε θέλω η ταινία μου να πληγώσει κανέναν. Θέλω οι κληρονόμοι του Γκενσμπούργκ να νοιώσουν υπερηφάνεια. Στον κεντρικό της άξονα βρίσκεται η ιστορία ενός σπουδαίου ποιητή. Ο Γκενσμπούργκ διαρκώς δοκίμαζε τα όρια της συμβατικότητας, αλλά θα ήταν ηλίθιο να πιστέψουμε ότι το κίνητρο πίσω από τις πράξεις του ήταν απλώς ο κυνισμός του. Αυτή εδώ είναι η ιστορία ενός συνεσταλμένου και ντροπαλού ανθρώπου που προστατεύει τον εαυτό του όσο καλύτερα μπορεί.

Η ζωή αυτού του ήρωα είναι επική. Πρέπει να νοιώσουμε το ρωσικό αίμα να κυλά στις φλέβες της ιστορίας. Δεν υπάρχουν πρωτότυπες ηχογραφήσεις των τραγουδιών του Γκενσμπούργκ. Όλα τα στοιχεία ξαναδημιουργούνται, ξαναδουλεύονται, ξανατραγουδιούνται και μεγεθύνονται πέρα από το ρεαλισμό. Η φωνή, η μουσική και η εικόνα συνδυάζονται απόλυτα αρμονικά.

Από τα πρώτα του χρόνια ως ζωγράφος, μέχρι τη μετέπειτα καριέρα του στη μουσική, ο Γκενσμπούργκ επιδείκνυε έναν ακραίο αλλά και συγκρατημένο ρομαντισμό. Τις πράξεις του διέκρινε η λεπτότητα. Αλλά κάθε τόσο αποφάσιζε να επιδιώξει κάτι επιθετικά.

Βλέπουμε τον αγώνα του να γράφει τραγούδια και να τα υπερασπίζεται – μαζί και τον εαυτό του – κάθε φορά που ηχογραφούσε ένα καινούριο άλμπουμ. Ο Γκενσμπούργκ είχε το θάρρος να γράφει γι’ αυτά που αναζητούσε η νεολαία. Είναι ο πιο κλασικός κι ο πιο μοντέρνος συνθέτης και στιχουργός. Με τα τραγούδια του αγγίζει ανυπέρβλητα ύψη κι αμέσως μετά φτάνει στον πάτο σε τηλεοπτικές συνεντεύξεις και εκπομπές. Κάθε καλλιτέχνης βιώνει τη θλίψη του να προσπαθεί να είναι αστείος ή αρεστός στο κοινό, ενώ το μόνο που θέλει είναι ένας οξυδερκής ακροατής, ένα φιλικό χαμόγελο και μια ζεστή αγκαλιά.

Ο Γκενσμπούργκ με συγκινεί βαθιά με το κουράγιο και την υπερβολική του τρωτότητα. Αγαπώ τον ήχο που κάνουν τα λευκά του παπούτσια Repetto όταν περπατά. Αγαπώ το ότι δε φορά κάλτσες ούτε όταν κάνει κρύο. Αγαπώ την εμμονή του με τον κινηματογράφο, το σχέδιο και τη ζωγραφική. Αγαπώ τον τρόπο που θυμώνει επειδή δεν μπορεί να κατακτήσει την κορυφή στην τέχνη της εικόνας, όπως κάνει στη μουσική.

Το «Γκενσμπούργκ» δεν είναι μια ταινία ιστορική ή ανεκδοτολογική. Όχι, η ταινία αυτή φιλοδοξεί ν’ αφηγηθεί ένα σύγχρονο μύθο, γιατί η φιγούρα του Γκενσμπούργκ είναι ανατρεπτικά μοντέρνα. Κανένα βιβλίο ή ταινία δεν εντρύφησε ποτέ στην ηρωική του διάσταση. Δεν υπάρχει καλλιτέχνης που να προσεγγίζει περισσότερο τον Χριστό, ή την εβραϊκή ή τη ρωσική κουλτούρα από τον Γκενσμπούργκ.

Προφανώς γνωρίζω την «αληθινή ζωή» του Γκενσμπούργκ σαν την παλάμη μου, αλλά δε θέλησα να κάνω μια ταινία «ρεαλιστική» ή «βιογραφική». Θέλησα μάλλον να δημιουργήσω κάτι σαν ένα ρωσικό παραμύθι, ένα σύγχρονο θρύλο. Οσοι έχουν διαβάσει τα κόμικς μου, το «Rabbi’s Cat», το «Pascin» ή το «Klezmer» θα συναντήσουν όλες τις συνήθεις εμμονές μου στο δικό μου Γκενσμπούργκ: την αγάπη ως πανάκεια, την τραγικότητα και το παράλογο των Σλάβων ποιητών, την πανταχού παρούσα ειρωνεία και τα υπερφυσικά πλάσματα που μοιάζουν να έχουν βγει από πίνακα του Σαγκάλ.

Αυτή η ταινία είναι γεμάτη ψέματα γιατί λατρεύω τα ψέματα. Ετσι μπορώ να δημιουργώ ένα σεμνό έργο: λέγοντας αδιάκοπα ψέματα. Πάντα πριν ξεκινήσω ένα project κάνω εκτεταμένη έρευνα και μετά ξεχνώ τα μισά απ’ όσα έμαθα επίτηδες. Επειτα παίρνω το αντικείμενό μου και το μετατρέπω σε μυθικό ήρωα. Εχουν υπάρξει έργα που απεικονίζουν τον Γκενσμπούργκ ως σκουπίδι, ή ποπ ίνδαλμα, ή σεξομανή. Ο δικός μου Γκενσμπούργκ είναι Ρώσος, σαν ήρωας που ξεπηδά από τις σελίδες του Ισαάκ Μπαμπέλ, του Γκόγκολ ή του Ντοστογιέφσκι.

Θα ήθελα, επίσης, η ταινία να προσελκύσει ένα ξένο κοινό που ίσως δε γνωρίζει την προσωπικότητα του Γκεσνμπούργκ. Οσοι δουν την ταινία δε θα πρέπει να δουν μόνο τα αποκαλυπτήρια ενός ξεχωριστού πεπρωμένου, αλλά κι ένα σύγχρονο αρχέτυπο. Πιστεύω ότι ο Γκενσμπούργκ είναι πιο ηρωικός από τον Σούπερμαν, με τη σημασία που έδιναν στη λέξη οι Ελληνες, γιατί ήρωας είναι κάποιος που υποφέρει και δέχεται χτυπήματα, αλλά ενώ πέφτει εξακολουθεί ν’ αρπάζει καυτά κάρβουνα με τα γυμνά του χέρια. Αληθινός ήρωας είναι εκείνος που προσφέρει στο κοινό του κομμάτια καυτής, πυρακτωμένης λάβας, όπως έκανε ο Προμηθέας.

Εχω απόλυτη συνείδηση του φορτίου που αναλαμβάνω να φέρω στους ώμους μου, αλλά αγαπώ να μεταφέρω φορτία που είναι πολύ βαριά για να τα σηκώσει κανείς.

Ζοάν Σφαρ

Βιογραφικά

Ζοάν Σφαρ

Ο Ζοάν Σφαρ γεννήθηκε στις 28 Αυγούστου 1971 στη Νίκαια, από μητέρα της οικογένειας Ασκενάζι και Σεφαραδικό πατέρα, με το μολύβι στο χέρι. Ξεκίνησε από νωρίς να συλλέγει κόμικς και να δημιουργεί ένα κόσμο με κατοίκους τους πιο παράξενους ήρωες και τα πιο αστεία τέρατα.

Σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Νίκαιας και ταυτόχρονα παρακολούθησε μαθήματα με τον Ζαν-Φρανσουά Ντεμπόρ στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Παρίσι, στο Τμήμα Μορφολογίας. Αυτά τα μαθήματα των οδήγησαν από τις αίθουσες αυτοψίας στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, όπου ανακάλυψε τερατόμορφα πλάσματα να κολυμπούν μέσα στη φορμόλη.

Όταν ήταν έφηβος, συνήθιζε να χτυπά τις πόρτες διάσημων δημιουργών κόμικς, οι οποίοι αργότερα θα γίνονταν οι φύλακες άγγελοί του. Χτυπούσε ακόμα τις πόρτες των εκδοτών, οι οποίοι επιτέλους ανταποκρίθηκαν το 1994: Μέσα στον ίδιο μήνα, οι οίκοι L’ Association, Delcourt και Dargaud αποφάσισαν να εκδώσουν τα πρώτα του κόμικς.

Μέσα σε λίγα μόνο χρόνια, ο νεαρός που χαρακτήριζαν ατάλαντο είχε πάρει τη θέση του ηγέτη του «νέου κύματος» στο χώρο των κόμικς μαζί με τους Κριστόφ Μπλέν, Λούις Τρόντχαϊμ και Εμανουέλ Γκιμπέρ. Τα σχέδιά του ήταν λιγότερο φορμαλιστικά και εμπορικά και η προτεραιότητά του ήταν η αφήγηση. Ο Ζοάν και οι υπόλοιποι καλλιτέχνες που ξεχώρισαν εκείνη την εποχή κατάφεραν να κάνουν το έργο τους προσιτό στο ευρύτερο κοινό.

Ο Ζοάν, είτε μόνος είτε σε συνεργασία με άλλους καλλιτέχνες, έχει υπογράψει 150 κόμικς, κάποια comic novels και ταινίες κινουμένων σχεδίων, μεταξύ των οποίων το βραβευμένο video clip για το ροκ συγκρότημα Dionysos (Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Animation του Ανεσί 2006). Την ίδια χρονιά τιμήθηκε με το Βραβείο Eisner για το «The Rabbi’s Cat». Επιμελείται ση συλλογή Bayou των εκδόσεων Gallimard. Με κάποιον τρόπο βρίσκει ακόμα το χρόνο να παίζει γιουκαλίλι, μαντολίνο και φυσαρμόνικα και ισχυρίζεται ότι ο δάσκαλος βιολιού βρίσκει ότι έχει μεγάλο ταλέντο!

Ενώ η λογοτεχνική του δουλειά δανείζεται στοιχεία από Γάλλους Εβραίους συγγραφείς σαν τον Ρομάν Γκαρί και τον Αλμπέρ Κοέν, η ζωγραφική του τον χρίζει διάδοχο του Ρόναλντ Σιρλ, του Κουέντιν Μπλέικ και του Χιούγκο Πρατ.

Ερίκ Ελμοσνινό (Σερζ Γκενσμπούργκ)

Γεννήθηκε στις 2 Μαΐου 1962 στην περιοχή Σιρέν της Γαλλίας. Σπούδασε στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου της Γαλλίας. Μετά την αποφοίτησή του συνεργάστηκε με τον Ζαν-Πιερ Βενσάν στο Θέατρο Nanterre-Amandiers. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον κινηματογράφο το 1992, ως Κριστιάν Ριμπέ, φίλος του Γκιγιόμ ντε Τονκεντέκ, στην ταινία «Tableau d’ Honneur» του Σαρλ Νεμ. Το 2006 πρωταγωνίστησε τη θεατρική παράσταση «Naitra» του Εντουαρντ Μποντ, σε σκηνοθεσία Αλέν Φρανσόν, στο Φεστιβάλ της Αβινιόν και στη συνέχεια στο Théâtre de la Colline στο Παρίσι. Από τον Ιανουάριο 2008 συνεργάζεται με το Théâtre Antoine στο Παρίσι για το έργο της Γιασμίνα Ρέζα «Le Dieu du Carnage».  

Λετίσια Κάστα (Μπριζίτ Μπαρντό)

Γεννήθηκε στις 11 Μαΐου 1978 και μεγάλωσε στη Νορμανδία. Η καριέρα της ξεκίνησε όταν στα 15 την ανακάλυψε ένας φωτογράφος σε οικογενειακές διακοπές στην Κορσική. Δουλεύει με επιτυχία ως μοντέλο και ως ηθοποιός. Η μορφή της χαράχτηκε στη μνήμη του κοινού από το video clip του «Baby Did a Bad, Bad Thing», αλλά έκτοτε συνεργάστηκε με οίκους όπως οι L’Oréal, Dior, Chanel, Guess, Tommy Hilfiger, Miu Miu, Ralph Lauren και XOXO, ενώ έχει κάνει εξώφυλλα σε καταλόγους των εσωρούχων Victoria’s Secret και σε περιοδικά όπως το ELLE, το Rolling Stone και η Vogue. Ως ηθοποιός έχει συμμετάσχει σε επιτυχίες εμπορικές, όπως το «Αστερίξ και Οβελίξ Εναντίον Καίσαρα», αλλά και καλλιτεχνικές, όπως το «Les Ames Fortes» του Ραούλ Ρουίζ. Το 1999, το γαλλικό κράτος την επέλεξε τιμητικά ως μοντέλο για τη νέα προτομή της Μαριάν, του συμβόλου της Γαλλικής Δημοκρατίας.

Αννα Μουγκλαλίς (Ζουλιέτ Γκρεκό)

Γεννήθηκε στις 26 Απριλίου 1978 στη Νάντη, από Ελληνα πατέρα και Γαλλίδα μητέρα. Σπούδασε υποκριτική στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου της Γαλλίας και μιλάει, εκτός από γαλλικά κι ελληνικά, αγγλικά, ιταλικά και ισπανικά. Μέσα στα 12 χρόνια της καριέρας της ως ηθοποιού, έχει συμμετάσχει σε ταινίες όπως οι «Merci pour le Chocolat» του Κλοντ Σαμπρόλ, δίπλα στην Ιζαμπέλ Ιπέρ, «Novo» του Ζαν Πιερ Λιμοζέν, «La Maladie de la Mort» του τότε συντρόφου της Αζα Μαντέρ, «Αληθινή Ζωή» του Πάνου Χ. Κούτρα και «Les Amant du Flore» του Ιλάν Ντιράν Κοέν ως μια εκπληκτική Σιμόν ντε Μποβουάρ. Το 2002 ο Κάρλ Λάγκερφελντ την επέλεξε ως μούσα του και πρόσωπο του οίκου Chanel. Το 2009, η Μουγκλαλίς ενσάρκωσε τη διάσημη σχεδιάστρια στην ταινία «Κοκό Σανέλ και Ιγκορ Στραβίνσκι» του Γιαν Κουνέν. Ζει με τον σκηνοθέτη Σαμιουέλ Μπενσετρί και μαζί του απέκτησε το γιο της, Σολ.

Λούσι Γκόρντον (Τζέιν Μπίρκιν)

Γεννήθηκε στις 22 Μαΐου 1980 στην Οξφόρδη, όπου και μεγάλωσε. Στα 17 έγινε το πρόσωπο του CoverGirl κι αμέσως ξεκίνησε μια καταιγιστική και επιτυχημένη καριέρα ως μοντέλο και ηθοποιός, ζώντας ανάμεσα στο Λονδίνο, το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη. Το 2001 εμφανίστηκε στο «Αρωμα» και συνέχισε με συμμετοχές στα «Spider-Man 3», «Serendipity» και «Τα Τέσσερα Φτερά». Λίγο πριν την έξοδο του «Gainsbourg» στη Γαλλία, στις 20 Μαΐου 2009, αυτοκτόνησε στο διαμέρισμά της στο Παρίσι. Ο Ζοάν Σφαρ και οι παραγωγοί της ταινίας δήλωσαν ότι «χρωστούν πολλά στη γενναιοδωρία, τη γλυκύτητα και το απεριόριστο ταλέντο της Λούσι Γκόρντον.»

Νταγκ Τζόουνς (Η Φάτσα)

Γεννήθηκε στις 24 Μαΐου 1960 στην Ιντιάνα κι έχει κάνει μια σημαντική καριέρα ως ηθοποιός σε ταινίες και σειρές επιστημονικής φαντασίας και τρόμου, μεταξύ των οποίων τα «Buffy the Vampire Slayer», «Hellboy», «Ο Λαβύρινθος του Πάνα» και «Fantastic Four: Rise of the Silver Surfer».

Leave a comment